lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενναίος στα γερμανικά

Λέξη:
γενναίος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
beherzt, brav, herzhaft, kräftig, kühn, mannhaft, mutig, streitbar, tapfer, tüchtig, unerschrocken, wacker
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά γενναίος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος τηλέμαχος, γενναίος συνώνυμο, γενναίος συνώνυμα, γενναίος ραφτάκος, γενναίος στα γερμανικά, beherzt στα ελληνικά
γενναίος στα γερμανικά