lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενναίος στα δανική

Λέξη:
γενναίος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
modig, tapper, energisk, hårdfør, heltemodig, mandig, djærv, dristig
Σχετικές λέξεις:
δανική γενναίος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος τηλέμαχος, γενναίος συνώνυμο, γενναίος συνώνυμα, γενναίος ραφτάκος, γενναίος στα δανική, modig στα ελληνικά
γενναίος στα δανική