lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμέσως στα λιθουανική

Λέξη:
αμέσως (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (5):
nedelsiant, tiesiogiai, tiesioginis, tiesus, tuojau
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική αμέσως, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσωσ μετά, αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως επίρρημα, αμέσως στα λιθουανική, nedelsiant στα ελληνικά
αμέσως στα λιθουανική