lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάβρωση στα ουκρανικά

Λέξη:
διάβρωση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
ерозія, злив, корозія, фарбування
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διάβρωση, διαβρωση εδάφους, διάτρηση στομάχου, διάβρωση του εδάφους, διάβρωση συνώνυμο, διάβρωση πετρωμάτων, διάβρωση στα ουκρανικά, ерозія στα ελληνικά
διάβρωση στα ουκρανικά