lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδεξιότητα στα φινλανδικά

Λέξη:
επιδεξιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (12):
elinkeino, harjoittelu, joutuisuus, kerkeys, kyky, käytäntö, metku, osoite, sukkeluus, taitavuus, taito, tehokkuus
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά επιδεξιότητα, επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα στα φινλανδικά, elinkeino στα ελληνικά
επιδεξιότητα στα φινλανδικά