lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ματαιόδοξος στα ουκρανικά

Λέξη:
ματαιόδοξος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
даремний, марний, гоноровий, марнолюбний, марнославний, недійсний, нікчемний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ματαιόδοξος, ματαιόδοξος συνωνυμα, ματαιόδοξος ορισμός, ματαιόδοξος λεξικο, ματαιόδοξος ετυμολογία, ματαιόδοξος στα ουκρανικά, даремний στα ελληνικά
ματαιόδοξος στα ουκρανικά