lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα ουκρανικά

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (35):
вибирати, вибрати, вибір, вивчати, вивчити, визбирувати, вчити, добиватися, домагатися, досліджувати, дослідити, дослідіть, збирати, зібрати, зірвати, корінь, набирати, набрати, намацайте, обшукайте, оглядати, оглянути, перевірити, прагнути, прикути, підбирати, підібрати, розвідати, розвідувати, розслідувати, розшукувати, скупчувати, шукайте, шукати, шукаючи
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα ουκρανικά, вибирати στα ελληνικά
ερευνώ στα ουκρανικά