lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μείωση στα ουκρανικά

Λέξη:
μείωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (33):
анулювання, вниз, внизу, водовід, втеча, віднімання, відрахування, дедукція, дисконт, дисконтний, дисконтувати, додолу, донизу, зменшення, зниження, знижка, наниз, осушення, послаблення, припинення, скат, скидка, скорочення, скорочування, спадковість, спадок, спадщина, спадщину, спуск, спускання, спіштеся, униз, успадкування
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μείωση, μείωση τριχοφυΐας, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση τελών κυκλοφορίας, μείωση συντάξεων 2014, μείωση συντάξεων, μείωση στα ουκρανικά, анулювання στα ελληνικά
μείωση στα ουκρανικά