lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μείωση στα πορτογαλικά

Λέξη:
μείωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (18):
abatimento, bonificariam, caída, declive, descendo, desconto, encesta, encosta, herança, heresia, inclinação, ladeira, legado, queda, rampa, redutiva, sucessiva, vertente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μείωση, μείωση τριχοφυΐας, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση τελών κυκλοφορίας, μείωση συντάξεων 2014, μείωση συντάξεων, μείωση στα πορτογαλικά, abatimento στα ελληνικά
μείωση στα πορτογαλικά