lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μείωση στα δανική

Λέξη:
μείωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
nedslag, arv, fald, følge, hældning, nedgang, skrænt, skråning, sluse
Σχετικές λέξεις:
δανική μείωση, μείωση τριχοφυΐας, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση τελών κυκλοφορίας, μείωση συντάξεων 2014, μείωση συντάξεων, μείωση στα δανική, nedslag στα ελληνικά
μείωση στα δανική