lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μείωση στα ουγγρική

Λέξη:
μείωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (13):
csökkentés, csökkenés, engedmény, esés, hagyaték, hanyatlás, kedvezmény, leereszkedés, leeresztés, leszállítás, megcsapolás, árengedmény, örökség
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μείωση, μείωση τριχοφυΐας, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση τελών κυκλοφορίας, μείωση συντάξεων 2014, μείωση συντάξεων, μείωση στα ουγγρική, csökkentés στα ελληνικά
μείωση στα ουγγρική