lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μείωση στα φινλανδικά

Λέξη:
μείωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
alamäki, aleneminen, alennus, helpotus, huojennus, jono, perintö, rinne, supistus, viettävyys
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά μείωση, μείωση τριχοφυΐας, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση τελών κυκλοφορίας, μείωση συντάξεων 2014, μείωση συντάξεων, μείωση στα φινλανδικά, alamäki στα ελληνικά
μείωση στα φινλανδικά