lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μείωση στα πολωνική

Λέξη:
μείωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
bonifikata, dyskonto, obniżka, spadek, upust, zniżka
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μείωση, μείωση τριχοφυΐας, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση τελών κυκλοφορίας, μείωση συντάξεων 2014, μείωση συντάξεων, μείωση στα πολωνική, bonifikata στα ελληνικά
μείωση στα πολωνική