lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
σαγηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
зачарувати, зачаруйте, принесіть, принести, приносити, чарувати, чаруйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σαγηνεύω, σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω στα ουκρανικά, зачарувати στα ελληνικά
σαγηνεύω στα ουκρανικά