lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνεύω στα δανική

Λέξη:
σαγηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
bedåre, besnære, fortrylle, henrykke, mane, trylle
Σχετικές λέξεις:
δανική σαγηνεύω, σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω στα δανική, bedåre στα ελληνικά
σαγηνεύω στα δανική