lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνεύω στα πολωνική

Λέξη:
σαγηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
czarować, oczarować, oczarowywać, zachwycić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική σαγηνεύω, σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω στα πολωνική, czarować στα ελληνικά
σαγηνεύω στα πολωνική