lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνεύω στα τσεχική

Λέξη:
σαγηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
fascinovat, nadchnout, oklamat, okouzlit, okouzlovat, oslnit, očarovat, uchvátit, uhranout, unést, zaklínat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σαγηνεύω, σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω στα τσεχική, fascinovat στα ελληνικά
σαγηνεύω στα τσεχική