lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνεύω στα ιταλικά

Λέξη:
σαγηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
affascinare, ammaliare, avvincere, stregare, affatturare, incantare, rapire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά σαγηνεύω, σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω στα ιταλικά, affascinare στα ελληνικά
σαγηνεύω στα ιταλικά