lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνεύω στα σουηδικά

Λέξη:
σαγηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
bedåra, tjusning, hänrycka, tjusa, trolldom
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά σαγηνεύω, σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω στα σουηδικά, bedåra στα ελληνικά
σαγηνεύω στα σουηδικά