lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σαγηνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
embelezar, embruxar, encantar, fascinar, hesitar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σαγηνεύω, σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω στα πορτογαλικά, embelezar στα ελληνικά
σαγηνεύω στα πορτογαλικά