lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όπλο στα ουκρανικά

Λέξη:
όπλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
гвинтівка, рушниця
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά όπλο, όπλο στα ουκρανικά, гвинтівка στα ελληνικά
όπλο στα ουκρανικά