lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όπλο στα γαλλικά

Λέξη:
όπλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (7):
arme, engin, salle, carabine, fusiforme, fusil, mitrailleuse
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά όπλο, όπλο στα γαλλικά, arme στα ελληνικά
όπλο στα γαλλικά