lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όπλο στα δανική

Λέξη:
όπλο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
gevær, våben, karabin, riffel, rigle, skydevåben
Σχετικές λέξεις:
δανική όπλο, όπλο στα δανική, gevær στα ελληνικά
όπλο στα δανική