lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυξάνω στα πολωνική

Λέξη:
αυξάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
narastać, pobudzać, podwyższać, powiększać, wzmagać, wzrastać, zwiększać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αυξάνω, αυξάνω συνώνυμα, αυξάνω παρατατικος, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω αύξησα, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω στα πολωνική, narastać στα ελληνικά
αυξάνω στα πολωνική