lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυξάνω στα φινλανδικά

Λέξη:
αυξάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (17):
elvyttää, enetä, havahduttaa, herättää, karttua, kasata, kasvaa, kiihottaa, kohottaa, korottaa, levittää, lisätä, nostaa, pakottaa, usuttaa, yllyttää, ärsyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αυξάνω, αυξάνω συνώνυμα, αυξάνω παρατατικος, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω αύξησα, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω στα φινλανδικά, elvyttää στα ελληνικά
αυξάνω στα φινλανδικά