lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυξάνω στα ρωσικά

Λέξη:
αυξάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
возбуждать, возвышать, вызывать, вырастать, нарастать, побуждать, повышать, приумножать, увеличивать, укрупнять, усиливать, усугублять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αυξάνω, αυξάνω συνώνυμα, αυξάνω παρατατικος, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω αύξησα, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω στα ρωσικά, возбуждать στα ελληνικά
αυξάνω στα ρωσικά