lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυξάνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αυξάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (13):
абуджаць, заахвочваць, нарастаць, пабольшваць, павышаць, павялічваць, падахвочваць, падымаць, прымушаць, стымуляваць, схіляць, узбуджаць, узнімаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αυξάνω, αυξάνω συνώνυμα, αυξάνω παρατατικος, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω αύξησα, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω στα λευκορωσίας, абуджаць στα ελληνικά
αυξάνω στα λευκορωσίας