lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυξάνω στα σουηδικά

Λέξη:
αυξάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (16):
animera, förstora, gro, hopsamla, höja, stegra, stegring, stiga, stimulera, tillta, tilltaga, utvidga, utöka, vidga, öka, ökning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αυξάνω, αυξάνω συνώνυμα, αυξάνω παρατατικος, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω αύξησα, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω στα σουηδικά, animera στα ελληνικά
αυξάνω στα σουηδικά