lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα εσθονική

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
εσθονική κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα εσθονική, salvestama στα ελληνικά
κληροδοτώ στα εσθονική