lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυβερνώ στα πολωνική

Λέξη:
κυβερνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
panować, rządzić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κυβερνώ, κυβερνώ συνώνυμο, κυβερνώ συνώνυμα, κυβερνώ παθητική φωνή, κυβερνώ μια διεφθαρμένη χώρα, κυβερνώ ετυμολογία, κυβερνώ στα πολωνική, panować στα ελληνικά
κυβερνώ στα πολωνική