lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυβερνώ στα γερμανικά

Λέξη:
κυβερνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
beherrschen, dominieren, führen, geherrscht, herrschen, kontrollieren, regieren, steuern, leiten, walten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κυβερνώ, κυβερνώ συνώνυμο, κυβερνώ συνώνυμα, κυβερνώ παθητική φωνή, κυβερνώ μια διεφθαρμένη χώρα, κυβερνώ ετυμολογία, κυβερνώ στα γερμανικά, beherrschen στα ελληνικά
κυβερνώ στα γερμανικά