lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυβερνώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κυβερνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
анулювати, анулюйте, випряміться, вирівняйте, відхилити, відхиляти, керувати, керуйте, панувати, переважати, переважте, правити, превалювати, ремінь, управляйте, управляти, урядувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κυβερνώ, κυβερνώ συνώνυμο, κυβερνώ συνώνυμα, κυβερνώ παθητική φωνή, κυβερνώ μια διεφθαρμένη χώρα, κυβερνώ ετυμολογία, κυβερνώ στα ουκρανικά, анулювати στα ελληνικά
κυβερνώ στα ουκρανικά