lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικειοποιούμαι στα πολωνική

Λέξη:
οικειοποιούμαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
przywłaszczać, przywłaszczyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική οικειοποιούμαι, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι english, οικειοποιούμαι στα πολωνική, przywłaszczać στα ελληνικά
οικειοποιούμαι στα πολωνική