lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανωφελής στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανωφελής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
estéril, inútil, vão, ocioso, supérfluo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανωφελής, ο ανωφελήσ, ανωφελής κώνωψ, ανωφελής στα πορτογαλικά, estéril στα ελληνικά
ανωφελής στα πορτογαλικά