μονός στα αγγλικά μονός στα τσεχική μονός στα γερμανικά μονός στα δανική μονός στα ισπανικά μονός στα γαλλικά μονός στα ιταλικά μονός στα νορβηγικά μονός στα ρωσικά μονός στα σουηδικά μονός στα αλβανικά μονός στα λευκορωσίας μονός στα εσθονική μονός στα φινλανδικά μονός στα κροατικά μονός στα ουγγρική μονός στα λιθουανική μονός στα πορτογαλικά μονός στα ρουμανική μονός στα σλοβενική μονός στα ουκρανικά μονός στα βουλγαρικά μονός στα σλοβακική
πυκνωτής στα τσεχική θήκη στα νορβηγικά μειώνω στα ουκρανικά τροφοδοτώ στα σουηδικά ηλεκτρονικός στα τσεχική