lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπλουτίζω στα αγγλικά

Λέξη:
εμπλουτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
amend, enrich, modify, rationalise, revamped, streamline, fatten, fertilise, fertilize
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά εμπλουτίζω, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω στα αγγλικά, amend στα ελληνικά
εμπλουτίζω στα αγγλικά