lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δρομολόγιο στα γερμανικά

Λέξη:
δρομολόγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
marschroute, route, straße, strecke, weg, bahn, fahrt, trasse, tresse
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δρομολόγιο, δρομολόγιο χ93, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο μετρό, δρομολόγιο λεωφορείων, δρομολόγιο στα γερμανικά, marschroute στα ελληνικά
δρομολόγιο στα γερμανικά