lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δρομολόγιο στα τσεχική

Λέξη:
δρομολόγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
cesta, itinerář, trasa, dráha, jízda, komunikace, linka, silnice, spoj, trať
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δρομολόγιο, δρομολόγιο χ93, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο μετρό, δρομολόγιο λεωφορείων, δρομολόγιο στα τσεχική, cesta στα ελληνικά
δρομολόγιο στα τσεχική