lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπλουτίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εμπλουτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
melhorar, fecundar, fertilizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εμπλουτίζω, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω στα πορτογαλικά, melhorar στα ελληνικά
εμπλουτίζω στα πορτογαλικά