lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπλουτίζω στα τσεχική

Λέξη:
εμπλουτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
doplnit, pozměnit, zlepšit, změnit, zúrodnit, zušlechtit, hnojit, oplodnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εμπλουτίζω, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω στα τσεχική, doplnit στα ελληνικά
εμπλουτίζω στα τσεχική