lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπλουτίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
εμπλουτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
höystää, jalostaa, korjata, parantaa, lannoittaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εμπλουτίζω, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω στα φινλανδικά, höystää στα ελληνικά
εμπλουτίζω στα φινλανδικά