lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευρύχωρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ευρύχωρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
amplio, amplo, capaz, espaçoso, extenso, gancho, largo, vasto, espantoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ευρύχωρος, ευρύχωρος στα πορτογαλικά, amplio στα ελληνικά
ευρύχωρος στα πορτογαλικά