ευρύχωρος στα αγγλικά ευρύχωρος στα τσεχική ευρύχωρος στα γερμανικά ευρύχωρος στα δανική ευρύχωρος στα γαλλικά ευρύχωρος στα ιταλικά ευρύχωρος στα νορβηγικά ευρύχωρος στα ρωσικά ευρύχωρος στα σουηδικά ευρύχωρος στα βουλγαρικά ευρύχωρος στα λευκορωσίας ευρύχωρος στα εσθονική ευρύχωρος στα φινλανδικά ευρύχωρος στα κροατικά ευρύχωρος στα ουγγρική ευρύχωρος στα πορτογαλικά ευρύχωρος στα ρουμανική ευρύχωρος στα σλοβενική ευρύχωρος στα ουκρανικά ευρύχωρος στα πολωνική ευρύχωρος στα σλοβακική
δάνειο στα ισπανικά επιδεινώνω στα ιταλικά διάλειμμα στα ισπανικά ανεμοστρόβιλος στα ουκρανικά σέλας στα τσεχική
σέλας ετυμολογία διάλειμμα αγγλικα δάνειο τεαδυ ανεμοστρόβιλος στην κύπρο