lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευρύχωρος στα δανική

Λέξη:
ευρύχωρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
bred, løs, omfattende, sid, stor, udstrakt, vid, rummelig, spatiøs
Σχετικές λέξεις:
δανική ευρύχωρος, ευρύχωρος στα δανική, bred στα ελληνικά
ευρύχωρος στα δανική