lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευρύχωρος στα γερμανικά

Λέξη:
ευρύχωρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
ausführlich, ausgedehnt, breit, geräumig, groß, umfangreich, umfassend, weit, weitgehend, weitläufig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ευρύχωρος, ευρύχωρος στα γερμανικά, ausführlich στα ελληνικά
ευρύχωρος στα γερμανικά