lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευρύχωρος στα σουηδικά

Λέξη:
ευρύχωρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
lös, omfattande, rymlig, spatiös, utsträckt, vid, vidlyftig, vidsträckt, väldig, ymnig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ευρύχωρος, ευρύχωρος στα σουηδικά, lös στα ελληνικά
ευρύχωρος στα σουηδικά