lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευρύχωρος στα τσεχική

Λέξη:
ευρύχωρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
dalekosáhlý, daleký, hojný, objemný, obsáhlý, obšírný, prostorný, prostranný, rozlehlý, rozměrný, rozsáhlý, rozšířený, velký, volně, zevrubný, značný, široce, široký, širý, štědrý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ευρύχωρος, ευρύχωρος στα τσεχική, dalekosáhlý στα ελληνικά
ευρύχωρος στα τσεχική