lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα πορτογαλικά

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
abatimento, adiar, atrasar, atraso, demencial, demora, demorar, desconto, dilacero, indulto, retardar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα πορτογαλικά, abatimento στα ελληνικά
καθυστέρηση στα πορτογαλικά