lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφεύρεση στα πορτογαλικά

Λέξη:
εφεύρεση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
invenção, invento, embuste, inventivo, inventar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εφεύρεση, εφεύρεση φωτογραφίας, εφεύρεση του αεροπλάνου, εφεύρεση της τυπογραφίας, εφεύρεση τηλεόρασης, εφεύρεση τηλεφώνου, εφεύρεση στα πορτογαλικά, invenção στα ελληνικά
εφεύρεση στα πορτογαλικά