lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρυκεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
καρυκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
condimentar, temperar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καρυκεύω, καρυκεύω στα πορτογαλικά, condimentar στα ελληνικά
καρυκεύω στα πορτογαλικά